- πρεσβευτικῶς
- πρεσβευτικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεσβευτικός — ἡ, ὁ / πρεσβευτικός, ή, όν, ΝΑ [πρεσβευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία (α. «πρεσβευτικό διάβημα» β. «πρεσβευτική διάσκεψη» «κατά τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», Πολ.). επίρρ... πρεσβευτικώς / πρεσβευτικῶς ΝΑ κατά… … Dictionary of Greek